Αρισταίος

Αρισταίος
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κυρήνης· ιδιαίτερα τον τιμούσαν οι αγροτικοί πληθυσμοί της Αρκαδίας, επειδή πίστευαν ότι είχε διδάξει στους ανθρώπους την τυροκομία, τη μελισσοκομία, ορισμένους τρόπους κυνηγιού και την αμπελουργία. Σύμφωνα με άλλους μύθους, ακολούθησε επικεφαλής των Αρκάδων τον Διόνυσο, τον οποίο είχε αναθρέψει στην Εύβοια ή τη Νύσα, στην κατάκτηση των Ινδιών. Με διαταγή του πατέρα του πήγε στις Κυκλάδες για να βοηθήσει τους κατοίκους στις αγροτικές εργασίες. Εκεί, με προσευχές και θυσίες στον Ικμαίο Δία πέτυχε από αυτόν να πνέουν κάθε καλοκαίρι άνεμοι δροσεροί, οι ετησίες (μελτέμια). Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης το κεφάλι του εικονίζεται στα νομίσματα της Κέω με μορφή σκύλου και στεφανωμένο με ακτίνες.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ο Δαμοφώντος (6ος αι. π.Χ.). Μαθηματικός από τον Κρότωνα, μαθητής και διάδοχος του Πυθαγόρα. Νυμφεύτηκε την κόρη του και συνέχισε τη διδασκαλία του.
2. Γεωμέτρης (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Εύδοξου του Κνίδιου, σύγχρονος του Ευκλείδη και λίγο μεγαλύτερός του στην ηλικία. Έγραψε συγγράμματα για τα κανονικά πολύεδρα και για τις κωνικές τομές. Τα έργα αυτά χάθηκαν, ασφαλώς όμως το βιβλίο του Α. περί κωνικών τομών αποτελεί προδρομικό έργο της σπουδαίας πραγματείας Κωνικά του μεγάλου γεωμέτρη Απολλώνιου του Περγαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀρισταῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταῖε — Ἀρισταῖος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταῖοι — Ἀρισταῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταῖον — Ἀρισταῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταίοιο — Ἀρισταῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταίου — Ἀρισταῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταίους — Ἀρισταῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταίων — Ἀρισταῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταίῳ — Ἀρισταῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аристей — Аристей  русская передача древнегреческих имён Ἀρισταῖος (лат. Aristaeus) и Ἀριστέας (лат. Aristeas) : Аристей (др. греч. Ἀρισταῖος)  древнегрече …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”